- σχοινιοστρόφος
- σχοινιο-στρόφος, ὁ,A rope-maker, Poll.7.160; cf. σχοινοστρόφος.2 water-drawer, Sch.Ar.Ra.1332.II σχοινιόστροφον, τό, = ἵππουρις, Ps.-Dsc.4.46.2 = κάνναβις ἥμερος, Id.3.148.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.