σχοινιοστρόφος

σχοινιοστρόφος
σχοινιο-στρόφος, ,
A rope-maker, Poll.7.160; cf. σχοινοστρόφος.
2 water-drawer, Sch.Ar.Ra.1332.
II σχοινιόστροφον, τό, = ἵππουρις, Ps.-Dsc.4.46.
2 = κάνναβις ἥμερος, Id.3.148.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σχοινιοστρόφος — rope maker masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχοινιοστρόφος — και σχοινοστρόφος, ὁ, Α 1. αυτός που συστρέφει σχοινιά, ο σχοινοπλόκος 2. αυτός που περιστρέφει σχοινί για την άντληση νερού 3. (κατ επέκτ.) αυτός που αντλεί νερό 4. το φυτό κάναβη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοινίον / σχοῖνος + στροφος (< στρέφω)] …   Dictionary of Greek

  • σχοινιοστρόφου — σχοινιοστρόφος rope maker masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχοινοστρόφος — ον, Α βλ. σχοινιοστρόφος …   Dictionary of Greek

  • ՉՈՒԱՆԱՄԱՆ — (ի, ից.) NBH 2 0580 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical ա. σχοινοστρόφος, σχοινιοστρόφος funemcontorquens, restio. Մանօղ զչուան. չըվան շինօղ՝ սլըրօղ. ... *Վասն չուանամանաց եւ պղնձագործաց եւ վասն այլոց գռեհիկ մարդկան. Ոսկ. մ. ՟Ա …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”